Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αγαλλιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγαλλιάζω
  2. θα αγαλλιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγαλλιάζω
  3. να αγαλλιάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγαλλιάζω