Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ίντερσεξ < αγγλική intersex

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ίντερσεξ ουδέτερο άκλιτο

  • άτομα τα οποία γεννιούνται με παραλλαγές στα φυλετικά χαρακτηριστικά τους (χρωμοσώματα, γονάδες ή γεννητικά όργανα) οι οποίες δεν παραπέμπουν στον κλασικό ορισμό των αρσενικών και των θηλυκών σωμάτων

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία