Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

έχω μαυρίσει

  • α' ενικό οριστικής παρακειμένου του ρήματος μαυρίζω
  • (+ να) α' ενικό υποτακτικής παρακειμένου του ρήματος μαυρίζω
  • (+ θα) α' ενικό συντελεσμένου μέλλοντα α' του ρήματος μαυρίζω