έτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- έτι < αρχαία ελληνική ἔτι
Επίρρημα επεξεργασία
έτι
- (αρχαιοπρεπές) ακόμη
- έτι περαιτέρω
- ※ Σε είδον κ' έκλαυσα ως παις από ζηλοτυπίαν,
- ησθάνθην έτι δια σε κ' εκείνον ευσπλαχνίαν! (Αχιλλέας Παράσχος, από το ποίημα Ζηλοτυπία)
Εκφράσεις επεξεργασία
- έτι και νυν (:ακόμη και τώρα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
έτι
|