Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

έργω < αρχαία ελληνική δοτική του ἔργον

  Επίρρημα επεξεργασία

έργω

  1. με έργα (και όχι μόνο με λόγια)
    θα σας υποστηρίξουμε λόγω και έργω

  Μεταφράσεις επεξεργασία