έντοσις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- έντοσις < → λείπει η ετυμολογία
Επιφώνημα επεξεργασία
έντοσις (θηλυκό έντηνε)
- ιδιωματικό (κεφαλονίτικο ιδίωμα) νάτος! (Χρειάζεται έλεγχος, τεκμηρίωση, αν είναι ιδιωματικό και άλλων νησιών)