έντηνε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- έντηνε < → λείπει η ετυμολογία
Επιφώνημα
επεξεργασίαέντηνε
- ιδιωματικό (κεφαλονίτικο ιδίωμα) νάτη (Χρειάζεται έλεγχος, τεκμηρίωση, αν είναι ιδιωματικό και άλλων νησιών)
- ⮡ Έντηνε η νόνα σου!