Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άτιμα < άτιμος

  Επίρρημα επεξεργασία

άτιμα

  1. με άτιμο τρόπο
    μου φέρθηκες άτιμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία