άστε ντούε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άστε ντούε < (άμεσο δάνειο) αρβανίτικη < αλβανική ashtu dua (έτσι το θέλω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
επεξεργασίαάστε ντούε
- με το έτσι θέλω, βιαίως
- ※ ένας ατημέλητος μουσάτος, καμμιά 40αριά χρονών και πού παρίστανε τον πρόεδρο, έφερνε αντιρρήσεις, για ν'αναγκασθώ τελικά «άστε ντούε» να πάρω το λόγο και να παρατηρήσω τη θρασύτητα του νεαρού (Δημήτριος Ν. Χονδροκούκης, Η αθέατη πλευρά του ΠΑΣΟΚ, εκδ. Ισοκράτης, 1983, σελ. 26)
- (σπάνιο) στα γρήγορα
- ※ Ό, τι με πολύ κόπο είχε καταφέρει να πετύχει ο φυσικός, ένας συνετός άντρας, ο κύριος Μαντζώρος, να πετάξει δηλαδή έξω από την τάξη όλα τα φαντάσματα του διχασμού και του Εμφυλίου, το είχε γκρεμίσει στο άστε ντούε ο θεολόγος (Θανάσης Σκρουμπέλος, Μπλε καστόρινα παπούτσια μια ροκ ιστορία από τις ταραγμένες μέρες του '64 : μυθιστόρημα, 2007, σελ. 139)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άστε ντούε
|