Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άσπρουγας < άσπρο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άσπρουγας αρσενικό

  • Άγονο χώμα άσπρου χρώματος.
Ο τόπος είναι γεμάτος άσπρουγα.


  Μεταφράσεις επεξεργασία