Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
άσπρουγας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
άσπρουγας
<
άσπρο
.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
άσπρουγας
αρσενικό
Άγονο χώμα άσπρου χρώματος.
Ο τόπος είναι γεμάτος
άσπρουγα
.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
άσπρουγας