Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άβατον <αρχαία ελληνική<ἄβατος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άβατον ουδέτερο

  1. (για τόπο ή χώρο) που δεν μπορούμε να τον διαβούμε.
  2. (εκκλησία) για ιερό χώρο όπου απαγορεύεται η είσοδος ατόμων που θα μπορούσαν να τον βεβηλώσουν.

  Μεταφράσεις επεξεργασία