άβατον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άβατον <αρχαία ελληνική<ἄβατος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάβατον ουδέτερο
- (για τόπο ή χώρο) που δεν μπορούμε να τον διαβούμε.
- (εκκλησία) για ιερό χώρο όπου απαγορεύεται η είσοδος ατόμων που θα μπορούσαν να τον βεβηλώσουν.
Μεταφράσεις
επεξεργασία άβατον
|