Ωʹ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΣύμβολο
επεξεργασίαΩʹ
- (ελληνικό σύστημα αρίθμησης) οχτακοσιοστός, οχτακοσιοστή, οχτακοσιοστό
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΣύμβολο
επεξεργασίαΩʹ
- (ελληνικό σύστημα αρίθμησης) οχτακοσιοστός, οχτακοσιοστή, οχτακοσιοστό