Ψυχοπαίδη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ψυχοπαίδη < γενική ενικού του αρσενικού Ψυχοπαίδης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΨυχοπαίδη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Ψυχοπαίδης
Δείτε επίσης : ψυχοπαίδι, Ψυχοπαίδα |
Ψυχοπαίδη θηλυκό άκλιτο