Δείτε επίσης: ψείρα, Ψύρα, Ψύρρα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ψείρα < γενική ενικού του αρσενικού Ψείρας

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ψείρα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

επεξεργασία