1.



καρέκλα < (αντιδάνειο), βενετική charegla < cadegla < *cadegra < λατινική cathedra < αρχαία ελληνική καθέδρα


2.



καρέκλα < (αντιδάνειο), βενετική charegla < cadegla < *cadegra < λατινική cathedra < αρχαία ελληνική καθέδρα


3.



καρέκλα < (αντιδ.), βεν. charegla < cadegla < *cadegra < λατ. cathedra < αρχ. καθέδρα


Τεστ προτύπου επεξεργασία