Χιγκασιματσουσίμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Χιγκασιματσουσίμα < Χιγκάσι (= ανατολική) + Ματσουσίμα
Μεταγραφή επεξεργασία
Χιγκασιματσουσίμα, ή Χιγκάσι-Ματσουσίμα θηλυκό άκλιτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Χιγκασιματσουσίμα
|