Χειμάρρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Χειμάρρα < γενική ενικού του αρσενικού Χειμάρρας
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Χειμάρρα θηλυκό (αρσενικό Χειμάρρας)
Χειμάρρα θηλυκό (αρσενικό Χειμάρρας)