Δείτε επίσης: φυσικά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φυσίκα < γενική ενικού του αρσενικού Φυσίκας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φυσίκα θηλυκό

Μεταγραφές επεξεργασία