Φινέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Φινέας < αρχαία ελληνική Φινεύς, εναλλακτικά από εβραϊκά pinchas, στόμα φiδιού • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦινέας αρσενικό