Ετυμολογία

επεξεργασία
ΦΚΠ < Φόρος Καθαράς Προσόδου

  Συντομομορφή

επεξεργασία

Φ.Κ.Π. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο

  • Φόρος Καθαράς Προσόδου