Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τσερεκτσίδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Τσερεκτσίδης + -ίδου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τσερεκτσίδου θηλυκό άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία