Τσίζεκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΤσίζεκ αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο) τσεχικής προέλευσης, σημασιολογικά αντίστοιχο με το ελληνικό επώνυμο Σπίνος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Κάρολος Τσίζεκ (Karel Čížek, 1922-2013) στη Βικιπαίδεια , Τσέχος, πολιτογραφημένος Έλληνας, καλλιτέχνης, λογοτέχνης και μεταφραστής
Μεταγραφές
επεξεργασίαως ελληνικό επώνυμο: