Ετυμολογία

επεξεργασία
Τηλέγονος < τηλέ- + -γονος (γεννημένος μακριά απ' τον πατέρα του)[1]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τηλέγονος αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Τηλέγονος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.