Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΤΕΟ <  : Ταμείο Εθνικής Οδοποιίας

  Συντομομορφή επεξεργασία

Τ.Ε.Ο. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο