Σχηματάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Σχηματάρι | τα | Σχηματάρια |
γενική | του | Σχηματαριού & Σχηματαρίου |
των | Σχηματαριών & Σχηματαρίων |
αιτιατική | το | Σχηματάρι | τα | Σχηματάρια |
κλητική | Σχηματάρι | Σχηματάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sçi.maˈta.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σχη‐μα‐τά‐ρι
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Σχηματάρι ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
Σχηματάρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (2016). "Ο Άμαντος ως γλωσσολόγος". Κωνσταντίνος Άμαντος: Δάσκαλος, επιστήμων, πολίτης. Χίος. σελ. 216.