χειρωνακτικός<χειρ(η)+άναξ(βασιλεύς) χειρωνακτικός=βασιλεύς των χεριών του(δηλαδή αυτός που κάνει εργασία με τα χέρια)

Επιστροφή στη σελίδα "χειρωνακτικός".