Μη παροδική χρήση του ψιλοπεθαίνω

επεξεργασία

Αναζήτησε στο Google: ψιλοπέθανε

  1. (λαϊκότροπο, ανόητο, δύναται να εκληφθεί ως αγενές) όταν αναφέρουμε ότι κάποιος πέθανε αλλά νοιώθουμε άβολα να μεταφέρουμε την είδηση
  2. (λαϊκότροπο) κουράστηκα πολύ (όμως: 1. είτε δεν πέθανα από την κούραση, δεν έφτασα στα όριά μου, 2. είτε εμφατικά, χωρίς σημασιολογική χρήση του προθήματος ψιλο-)
    σχεδόν πάντα είναι εμφατικό, χωρίς σημασιολογική χρήση του προθήματος ψιλο- (λαϊκή βεβήλωση της γλώσσας)
Επιστροφή στη σελίδα "πεθαίνω".