Αρχική - Ριζική: αίλουρος < αρχ. αἴλουρος < αἰέλουρος, πιθ. αἴολος "γρήγορος" + ουρά Ετυμολογία: [<αρχ. αἴλουρος < αἰόλος "ευκίνητος" + ουρά]

Επιστροφή στη σελίδα "αίλουρος".