Σολολά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σολολά < Sololá
Μεταγραφή
επεξεργασίαΣολολά θηλυκό
- διοικητικό διαμέρισμα, (νομός), της Γουατεμάλας
- πόλη της Γουατεμάλας, πρωτεύουσα του παραπάνω διαμερίσματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σολολά
|