Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ρεκένα < λείπει η ετυμολογία

  Μεταγραφή επεξεργασία

Ρεκένα θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία