Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Προμένεια < πρό + μένος (πρόβλεψη, προφητεία)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Προμένεια θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) προφῆτις της Δωδώνης