Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πρεκατέ < γενική ενικού του Πρεκατές

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πρεκατέ θηλυκό άκλιτο (αρσενικό Πρεκατές)

Μεταγραφές επεξεργασία