Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πορφυρή < πορφυρή <πορφυρός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πορφυρή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία