Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πισωλιμνιώνας < πισω- + λιμνιώνας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πισωλιμνιώνας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία