Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πεσκάρα < ιταλική Pescara

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πεσκάρα θηλυκό

  1. πόλη της Ιταλίας
  2. αρσενικό: ποταμός της Ιταλίας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία