Δείτε επίσης: παντρευτῇ, παντρευτεί

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Παντρευτή < γενική ενικού του αρσενικού Παντρευτής

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Παντρευτή θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές

επεξεργασία