Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πάλμερστον < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πάλμερστον αρσενικό ή θηλυκό