Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΠΝ <  : Πολεμικό Ναυτικό.

  Συντομομορφή επεξεργασία

Π.Ν. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο

Δείτε επίσης επεξεργασία