Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. ΟΕ <  : Ομόρρυθμη Εταιρεία
  2. ΟΕ <  : Ομάδα Εργασίας

  Συντομομορφή επεξεργασία

Ο.Ε. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈe/