Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Οδυσσεύ < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Οδυσσεύ αρσενικό ή θηλυκό