Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ογανέσωφ < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ογανέσωφ αρσενικό ή θηλυκό