ΟΠΑΔ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ΟΠΑΔ < : Οργανισμός Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου
Συντομομορφή
επεξεργασίαΟ.Π.Α.Δ. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο
- Οργανισμός Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου
Ο.Π.Α.Δ. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο