Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΟΝΕΚ <  : Οργάνωση Νέων Ένωσης Κέντρου


  Συντομομορφή επεξεργασία

ΟΝΕΚ θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο