Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. ΟΕ <  : Ομόρρυθμη Εταιρεία
  2. ΟΕ <  : Ομάδα Εργασίας

  Συντομομορφή

επεξεργασία

Ο.Ε. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /oˈe/