Ετυμολογία

επεξεργασία
Νοσίρο < λείπει η ετυμολογία

  Μεταγραφή

επεξεργασία

Νοσίρο θηλυκό, ή ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία