Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νάσβιλ < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νάσβιλ θηλυκό, ή ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία