Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νάιντορφ < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νάιντορφ αρσενικό ή θηλυκό