Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπότσεν < ιταλική Bozen

  Μεταγραφή επεξεργασία

Μπότσεν θηλυκό, ή ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία