Ετυμολογία

επεξεργασία
Μπούνγκο-Όνο < λείπει η ετυμολογία

  Μεταγραφή

επεξεργασία

Μπούνγκο-Όνο θηλυκό, ή ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία