Ετυμολογία

επεξεργασία
Μπαντέλα < γενική ενικού του αρσενικού Μπαντέλας

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μπαντέλα θηλυκό (αρσενικό Μπαντέλας)

Μεταγραφές

επεξεργασία